ὁρατοῖς

ὁρατοῖς
ὁρᾱτοῖς , ὁρατός
to be seen
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”